Πομπηία
Μεγεθύνσεις και Μεταμορφώσεις
μετά τη φωτιά
Οταν επισκέφθηκα την Πομπηία το 2005, ήταν φθινόπωρο.Περπατώντας μέσα στους δρόμους της αργά το απόγευμα μέσα σ’ενα πέπλο βροχής ερχόταν να προστεθεί στο άγγιγμα της λάβας, η πιο διάφανη γάζα, υφασμένη από μια άχνα που είχαν οι αιώνες ανασάνει, μια πνοή ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Στα σπίτια, όλος ό ουρανός για ταβάνι, στους τοίχους τριμμένες ζωγραφιές από πικροδάφνες , κουμαριές , καλέντουλες και ύστερα τσίχλες, σπουργίτια, ελάφια και σκύλους. Ξεκίνησα λοιπόν μια τοποανάλυση του ονείρου. Μετά την φωτιά,η μη κατοίκιση , το συσταλμένο καταφύγιο, το οχυρό ενός τέλους.
Τα σπίτια της Πομπηϊας : ψυχολογικά διαγράμματα που ακολουθώ. Η Πομπηία περνάει στο θρύλο μέσα από την εικόνα που σώθηκε κάτω από την στάκτη. Οι μεγάλες εικόνες έχουν μια ιστορία και μια προϊστορία. Είναι συγχρόνως ανάμνηση και θρύλος. Εχοντας χάσει την όραση εκείνου του κόσμου, ζούμε μέσα σε αυτόν μια εξορία φιλόξενη που ορίζεται από την ποίηση. Καμμία διάθεση για ερμηνεία. Στην μεγάλη τέχνη δεν χρειάζονται εξηγήσεις, ούτε επιλογές. Σε αυτήν παραδίδεσαι, είναι ένα μυστήριο. Σε ορισμένες στιγμές υπάρχει ή δυνατότητα μιας ενόρασης του μυστικού της ενότητας που χάθηκε με τον αρχαίο κόσμο.
Σήμερα η τέχνη έχει να κάνει με συμπυκνώσεις και όχι με συλλήψεις .
Similia Similibus curantur. ( Τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια)
Ετσι τολμώ απονενοημένες διαδρομές στα εγκαυμένα σπίτια, μέχρι να αποσοβηθεί η καταστροφή από την γυμνή αλήθεια της σιωπηλής πόλης. Επιβεβλημένη η φωτιά υποσκελίζει τα φαινόμενα, ακινητοποιεί το χώρο και τον χρόνο.
Εκ πυρός Εδιζησάμην εμεωυτόν (Από την φωτιά ζήτησα τον χαμένο εαυτό μου).
Εκχώρηση , Εκμηδένηση , Ατένηση
Κατράμι , θειάφι, ελαφρόπετρα
Ο χωρίς ίχνη Θάνατος , κερδίζει τα πάντα εκεί που χάνονται
Η εικόνα μου λοιπόν θεμελιώνεται πάνω σε μια συνεργασία πραγματικού και μη πραγματικού, απο τον ανταγωνισμό της λειτουργίας του πραγματικού και της λειτουργίας του μη πραγματικού . Η εικόνα χάνει την φύση της . Μόνο σε μια κατάσταση απόλυτης αθωότητας μπορεί να προσεγγιστεί η αποκεκαθαρμένη πυρηνική γοητεί α ενός ζωγραφικού θέματος της Πομπηίας . Εκεί αναδύονται αρώματα και γεύσεις , υφές και ποιότητες, διαβαθμίσεις και νηφάλια διονυσιακή σιγή. Λεμόνια και άγουρα μήλα, δροσερά και νευρώδη, λάδι και κρασί στους κύλικες: Salva rerum substantia ( η φύλαξη της υπόστασης του πράγματος) .
Προστρέχω λοιπόν στην κατασκευή ενός κουτιού, που ο τοίχος είναι φτιαγμένος από ανάμνηση και η πόρτα το μάτι. Και να που το έργο γίνεται ένα μοτίβο, μια περιέλιξη σπείρας, ένας συναισθηματικός θόλος, μια επιφάνεια διάτρητη, χαμένο μέσα στους μακρινούς διαδρόμους , αναζητώντας μέσα στις κόγχες τις αντστροφές του χρόνου.
Μεικτό αντικείμενο – υποκείμενο, το κουτί (armoire), φυλάττει μέσα στην βουβή ουσία του βάθους, το μακάρια απραγματοποίητο . Είναι ένα ποίημα κρυμμένο και αυτό έιναι όλο. Κατώφλι ένός χώρου απονενοημένου , μιας μνήμης τρομερής των παραδείσων.
Εδώ επιχειρούνται μεγεθύνσεις από εικόνες κατακερματισμένες, κομμάτια ζωής και σχεδιάσματα, χωρίς άλλη μορφική αιτιότητα εκτός από αυτήν της περιπλάνησης.
Από όλες τις διαλεκτικές αποχρώσεις με τις οποίες η μυθοπλασία δίνει μορφή στις απλούστερες εικόνες , σχολιάζονται εδώ αυτές που μιλούν για την κατοίκηση και την εικονοπλασία μέσα σε αυτήν . Το σπίτι της Πομπηϊας θα ανοίξει αιώνες μετά ως σπασμένο κοχύλι. Φωλιές και κόγχες , χιμαιρικές σχέσεις οικειότητας γίνονται σύμβολα μιας ζωής, που ως ωτακουστές προσελκυόμαστε σε αυτήν , γιατί ακροάζεται την αιωνιότητα.